- σφοδροτάτῃ
- σφοδρόςvehementfem dat superl sg (attic epic ionic)σφοδρόςvehementfem dat superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφοδροτάτη — σφοδρός vehement fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) σφοδρός vehement fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ραγάνι — το, Ν σφοδρότατη καταιγίδα που συνοδεύεται από ισχυρούς ανέμους, αραγκάν. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ουραγκάν] … Dictionary of Greek
υπερσφριγώ — άω, Α αισθάνομαι σφοδρότατη επιθυμία για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σφριγῶ «επιθυμώ έντονα»] … Dictionary of Greek
Κερένσκι, Αλεξάντερ Φιοντόροβιτς — (Aleksandr Fyodorovich Kerensky, Σιμπίρσκ 1881 – Νέα Υόρκη 1970). Ρώσος πολιτικός. Ήταν δικηγόρος και μέλος του ρωσικού Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος. Έπειτα από μια ταραχώδη ανάμειξη στα πολιτικά γεγονότα της περιόδου, έγινε μέλος της… … Dictionary of Greek
Ντρέιφους, Αλφρέ — (Alfred Dreyfus, Μιλούζ 1859 – Παρίσι 1935). Αξιωματικός του γαλλικού στρατού, που κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία το 1894 και αθωώθηκε, έπειτα από μακρές περιπέτειες, το 1906 (ορθή προφορά: Ντρεφίς). Περισσότερο από την προσωπική περίπτωση, η… … Dictionary of Greek
Ραμσής — Όνομα 11 και κατ’ άλλους 13 Αιγύπτιων φαραώ της 19ης και 20ής δυναστείας. Οι σπουδαιότεροι είναι: 1. Ρ. A’ (περίπου 1318 1317 π.Χ.). Ιδρυτής της 19ης δυναστείας. 2. Ρ. B’ (περίπου 1298 1232 π.Χ.). Γιος του Σέτι A’, υπήρξε ο πρώτος μεγάλος… … Dictionary of Greek